Greek Meaning of narcotizing

narcotizing

Other Greek words related to narcotizing

Definitions and Meaning of narcotizing in English

Wordnet

narcotizing (s)

inducing stupor or narcosis

Webster

narcotizing (p. pr. & vb. n.)

of Narcotize

FAQs About the word narcotizing

Definition not available

inducing stupor or narcosisof Narcotize

μετριαστικό,χαλαρωτικό,ανακούφιση,Καταπραϋντικό,παρηγορητικός,καταπληκτικός,κατευναστικός,ηρεμιστικό,καταπραϋντικό,καταπραϋντικός

επιδεινούμενος,αναστάτωση,ανησυχητικός,ανησυχητικό,Ύψος,εντατικοποίηση,Πλήκτρολόγηση (πάνω),ενοχλητικό,αναστατωτικός,ενοχλητικός

narcotics agent => Ναρκωτικός αστυνομικός, narco-state => ναρκωκράτος, narcoleptic => ναρκοληπτικό, narcolepsy => Ναρκοληψία, narcist => Νάρκισσος,