Greek Meaning of becalming

ηρεμιστικό

Other Greek words related to ηρεμιστικό

Definitions and Meaning of becalming in English

Webster

becalming (n.)

of Becalm

FAQs About the word becalming

ηρεμιστικό

of Becalm

καταπραϋντικός,σύνθεση,χαλαρωτικό,κατευναστικός,ηρεμιστικό,ηρεμηστικό,κατευναστικός,χαλαρωτικό,Αλοιφή,καταπραϋντικό

επιδεινούμενος,αναστάτωση,ανησυχητικός,ανησυχητικό,εντατικοποίηση,Πλήκτρολόγηση (πάνω),ενοχλητικό,αναστατωτικός,ενοχλητικός,διεγερτικός

becalmed => ήρεμος, becalm => Ηρεμώ, bebung => μπουντούμ, bebop => μπιμπόπ, beblubber => τραυλίζω,