Greek Meaning of ground out

γκράουντ άουτ

Other Greek words related to γκράουντ άουτ

Definitions and Meaning of ground out in English

Wordnet

ground out (v)

make an out by hitting the ball on the ground

FAQs About the word ground out

γκράουντ άουτ

make an out by hitting the ball on the ground

σκαλιστό (από),κατασκευασμένο,δημιούργησε,ανεπτυγμένη,σφυρηλατημένος,σφυρηλατημένο,ξυλοκοπημένος (έξω),δούλεψε,εκνευρισμένος,επιτεύχθηκε

κατεδαφισμένο,κατεστραμμένος,αποσυναρμολογημένο,κατεδαφισμένος,κατέδαφισε,κατεστραμμένος,βυθισμένο,ανέτρεψε,μη κατασκευασμένος

ground noise => Θόρυβος εδάφους, ground loop => γειωμένη θηλιά, ground level => ισόγειο, ground ivy => Κισσός, ground glass => Αμμοβολή γυαλί,