Greek Meaning of foremanship

εργοδηγία

Other Greek words related to εργοδηγία

Definitions and Meaning of foremanship in English

Wordnet

foremanship (n)

the position of foreman

FAQs About the word foremanship

εργοδηγία

the position of foreman

Αφεντικό,Καπετάνιος,αρχηγός,διοικητής,ηγέτης,διευθυντής,κύριος,διαχειριστής,σκηνοθέτης,εκτελεστικός

εξαρτημένος,νέος,δευτερεύων,θέμα,υφιστάμενος,υφιστάμενος,κατώτερος

foreman => Εργοδηγός, forelook => προβλέπω, forelock => Φράντζα, forelimb => πρόσθιο άκρο, forelift => προβολέας,