Greek Meaning of foremother

προμάμμη

Other Greek words related to προμάμμη

Definitions and Meaning of foremother in English

Wordnet

foremother (n)

a woman ancestor

Webster

foremother (n.)

A female ancestor.

FAQs About the word foremother

προμάμμη

a woman ancestorA female ancestor.

πρόγονος,προγονή,πρόγονος,πρόγονος,Παππούς,γιαγιά,μητριάρχης,πρόγονος,ανέχεσθαι,πρόγονος

παιδια,κόρη,οικογένεια,ζήτημα,γενιά,απόγονος,απόγονοι,απόγονοι,σπόρος,Γιος

foremostly => κυρίως, foremost => ο σημαντικότερος, foremilk => πρώτογαλα, forementioned => προαναφερθείς, foremen => εργοδηγοί,