Greek Meaning of forebear
πρόγονος
Other Greek words related to πρόγονος
Nearest Words of forebear
- forebeam => πρόβολος δοκός
- forearm => Πήχης
- foreappointment => προκαθορισμένο ραντεβού
- foreappoint => προκαθορίζω
- fore-and-after => Πριν/Μετά
- fore-and-aft topsail => Αρτέμωνας και πρυμάτσες
- fore-and-aft sail => Ιστιοπλοϊα
- fore-and-aft rig => Πλωτό φόρεμα
- fore-and-aft => πρυμοπρώρειος
- forealleging => προερχόμενο
Definitions and Meaning of forebear in English
forebear (n)
a person from whom you are descended
forebear (n.)
An ancestor. See Forbear.
FAQs About the word forebear
πρόγονος
a person from whom you are descendedAn ancestor. See Forbear.
πρόγονος,πατέρας,Παππούς,πρόγονος,πρόγονος,προκάτοχος,προπάτορας,πρόγονος,προγονή,καταγωγή (katagogí)
παιδια,Απόγονος,Απόγονος,οικογένεια,γενιά,απόγονος,κόρη,κληρονόμος,ζήτημα,απόγονοι
forebeam => πρόβολος δοκός, forearm => Πήχης, foreappointment => προκαθορισμένο ραντεβού, foreappoint => προκαθορίζω, fore-and-after => Πριν/Μετά,