Greek Meaning of forensal
ιατροδικαστικός
Other Greek words related to ιατροδικαστικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of forensal
- forensic => εγκληματολογικός
- forensic medicine => ιατροδικαστική
- forensic pathology => Ιατροδικαστική
- forensical => ιατροδικαστικός
- forensics => ιατροδικαστική
- foreordain => προκαθορίζω
- foreordained => προαποφασισμένος
- foreordinate => προκαθορίζω
- foreordination => προκαθορισμός
- forepart => το εμπρός μέρος
Definitions and Meaning of forensal in English
forensal (a.)
Forensic.
FAQs About the word forensal
ιατροδικαστικός
Forensic.
No synonyms found.
No antonyms found.
forenotice => Προειδοποίηση, forenoon => πρωινό, fore-night => παραμονή, forenenst => απεναντι, forendihaz => μεταθανάτιος ζωή,