Greek Meaning of colourful

πολύχρωμος

Other Greek words related to πολύχρωμος

Definitions and Meaning of colourful in English

Wordnet

colourful (a)

striking in variety and interest

having much or varied color

FAQs About the word colourful

πολύχρωμος

striking in variety and interest, having much or varied color

έγχρωμος,ουράνιο τόξο,ποικίλω,διάφοροι,Ζωηρός,φωτεινό,εξαιρετικό,χρωματικός,με κουκκίδες ,καλειδοσκοπικός

αχρωματικός,Άχρωμο,μονόχρωμος,στερεός,χλωριωμένο,βαρετό,ξεθωριασμένος,Αδύναμος,γκρι,γκρί

coloured => έγχρωμος, colourcast => Χρώμα απόδοσης, colour-blind => Δαλτονικός, colouration => χρωματισμός, colour wash => Βάψιμο,