Greek Meaning of affectionately

στοργικά

Other Greek words related to στοργικά

Definitions and Meaning of affectionately in English

Wordnet

affectionately (r)

with affection

Webster

affectionately (adv.)

With affection; lovingly; fondly; tenderly; kindly.

FAQs About the word affectionately

στοργικά

with affectionWith affection; lovingly; fondly; tenderly; kindly.

λατρεύω,αγαπώντας,φροντιστικός,συμπονετικός,αφοσιωμένος,οπαδός,παθιασμένος,τρυφερό,ζεστός,ερωτικός

απόμακρος,αντικοινωνικός,κουλ,αποσπασμένος,μακρινό,ξηρός,παγωμένος,αδιάφορος,απόμακρος,άσπλαχνος

affectionated => στοργικός, affectionate => στοργικός, affectional => στοργικός, affection => αγάπη, affectingly => συγκινητικά,