Greek Meaning of actionably

ενέργειας

Other Greek words related to ενέργειας

Definitions and Meaning of actionably in English

Webster

actionably (adv.)

In an actionable manner.

FAQs About the word actionably

ενέργειας

In an actionable manner.

εφαρμόσιμο,Εφαρμοστικός,εφαρμοσμένο,Πρακτικός,χρηστικό,χρήσιμος,Λειτουργικός,πρακτικός,πραγματιστής,πρακτικός

αφηρημένος,ακαδημαϊκός,Ανεφάρμοστο,Ανέφικτο,μη εφαρμόσιμα,θεωρητικός,Άχρηστο,ανέφικτος,άχρηστος,ακαδημαϊκός

action spectrum => Φάσμα δράσης, action replay => επανάληψη της ενέργειας, action potential => Δι δυναμικό δράσης., action plant => Φυτό δράσης, action painting => Action painting,