Greek Meaning of actionably
ενέργειας
Other Greek words related to ενέργειας
- εφαρμόσιμο
- Εφαρμοστικός
- εφαρμοσμένο
- Πρακτικός
- χρηστικό
- χρήσιμος
- Λειτουργικός
- πρακτικός
- πραγματιστής
- πρακτικός
- επισκευάσιμος
- χρηστικό
- εφικτό
- Προσβάσιμο
- ενεργός
- ευέλικτος
- Διαθέσιμο
- προσγειωμένος
- λειτουργικός
- πρακτικός
- καθημερινό
- εφικτός
- λειτουργική
- λειτουργικός
- Προσιτός
- εξαιρετικά πρακτικό
- ωφελιμιστικός
- λειτουργική
Nearest Words of actionably
- action spectrum => Φάσμα δράσης
- action replay => επανάληψη της ενέργειας
- action potential => Δι δυναμικό δράσης.
- action plant => Φυτό δράσης
- action painting => Action painting
- action officer => Υπεύθυνος δράσης
- action mechanism => Μηχανισμός δράσης
- action at law => αγωγή
- action => ενέργεια
- actinula => ακτίνουλα
Definitions and Meaning of actionably in English
actionably (adv.)
In an actionable manner.
FAQs About the word actionably
ενέργειας
In an actionable manner.
εφαρμόσιμο,Εφαρμοστικός,εφαρμοσμένο,Πρακτικός,χρηστικό,χρήσιμος,Λειτουργικός,πρακτικός,πραγματιστής,πρακτικός
αφηρημένος,ακαδημαϊκός,Ανεφάρμοστο,Ανέφικτο,μη εφαρμόσιμα,θεωρητικός,Άχρηστο,ανέφικτος,άχρηστος,ακαδημαϊκός
action spectrum => Φάσμα δράσης, action replay => επανάληψη της ενέργειας, action potential => Δι δυναμικό δράσης., action plant => Φυτό δράσης, action painting => Action painting,