Greek Meaning of worn-out

κουρασμένος

Other Greek words related to κουρασμένος

Definitions and Meaning of worn-out in English

FAQs About the word worn-out

κουρασμένος

εξαντλημένος,κουρασμένος,κουρασμένος,φθαρμένος,all in,κουρασμένος,ρυθμός,χτυπημένος,Θολό,καμμένος έξω

φρέσκος,αναζωογονητικό,ανανεωμένος,χαλαρός,ξεκούραστος,ακούραστος,ενεργός,Ενεργητικός,αναζωογονημένο,ζωηρός

wornil => wornil, worn spot => φθαρμένο σημείο, worn out => Φθαρμένος, worn => φθαρμένος, wormy => σκουληκιασμένος,