Greek Meaning of weighting (down)
weighting (down)
Other Greek words related to weighting (down)
- εκκαθάριση
- εκφόρτωση
- αποεπένδυση
- απελευθερωτικό
- Απελευθέρωση
- ανακούφιση
- απαλλαγή
- αναπήδησης
- ανακούφιση
- διάσωση (έξω)
- παράδοση
- ελάφρυνση
- απελευθερώνω
- απελευθερωτικός
- απόδοση δικαιώματος ψήφου
- απελευθερωτικός
- χαλάρωση
- χαλαρός
- διάσωση
- απελευθερωτικός
- λυτρωτικός
- απόδεση
- Απελευθέρωση
- απελευθέρωση
- απελευθερωτικός
Nearest Words of weighting (down)
Definitions and Meaning of weighting (down) in English
weighting (down)
No definition found for this word.
FAQs About the word weighting (down)
Definition not available
βάλτωμα,εμποδίζοντας,συγκρατημένος,υποβάλλοντας,βαρύνοντας,επιβαρυντικός,επιβαρυντικός,δεσμευτικό,σέλωμα,δεσμώτης
εκκαθάριση,εκφόρτωση,αποεπένδυση,απελευθερωτικό,Απελευθέρωση,ανακούφιση,απαλλαγή,αναπήδησης,ανακούφιση,διάσωση (έξω)
weight lifting => βάρη, weight (down) => βάρος (κάτω), weighs => ζυγίζει, weighing in => ζύγιση, weighing down => βαρύνοντας,