Greek Meaning of unsorted

Αταξινόμητος

Other Greek words related to Αταξινόμητος

Definitions and Meaning of unsorted in English

Wordnet

unsorted (s)

not arranged according to size

not categorized or sorted

Webster

unsorted (a.)

Not sorted; not classified; as, a lot of unsorted goods.

Not well selected; ill-chosen.

FAQs About the word unsorted

Αταξινόμητος

not arranged according to size, not categorized or sortedNot sorted; not classified; as, a lot of unsorted goods., Not well selected; ill-chosen.

διάφορα,εκλεκτικός,ετερογενής,αδιάκριτος,διάφορα,αταξινόμητος,χαοτικός,ακατάστατο,αχτένιστος,ατημέλητος

ταυτόσημος,άτομο,σαν,ίδιος,στολή,διακριτός,διακριτικός,Ομοιογενής,μονολιθικός,ξεχωριστό

unsorrowed => ανέμελος, unsophisticated => Αγέλαστος, unsophisticate => απλοϊκός, unsoot => ακαπνος, unsonsy => Δυσάρεστος,