Greek Meaning of sexagenarian
sexagenarian
Other Greek words related to sexagenarian
- γήρανση
- γήρανση
- Εκατοντάρης
- ηλικιωμένοι
- γεροντικός
- ενενηντάρης
- ογδοντάρης
- μεγαλύτερος
- Υπερήλικας
- γερασμένος
- ηλικιωμένος, -η, -ο
- εβδομηντάρης
- ενήλικας
- ηλικιωμένοι
- αρχαίος
- Μακρόβιο
- μεσήλικας
- παλιό
- αρκετά παλιό
- συνταξιούχος
- γεροντικός
- συνταξιούχος
- γέρος/η
- ανιλίνη
- ετοιμόρροπος
- τρέμουλο
- μητριαρχικός
- Ώριμος
- Υπερήλικας
- πατριαρχικός
- συνταξιούχος
- Σπασμωδικός
- τρεμάμενο
- σεβάσμιος
- ενήλικας
Nearest Words of sexagenarian
- sexadecimal number system => Δεκαεξαδικό σύστημα αριθμών
- sexadecimal notation => Δεκαεξαδικό σύστημα
- sex segregation => Φύλο διαχωρισμός
- sex chromosome => Φύλο χρωμόσωμα
- sewster => μοδίστρα
- sewn => ραμμένο
- sewing-machine stitch => Ράμμα ραπτομηχανής
- sewing-machine operator => Ράφτης
- sewing stitch => Βελονιά ραψίματος
- sewing room => ραφείο
Definitions and Meaning of sexagenarian in English
sexagenarian (n)
someone whose age is in the sixties
sexagenarian (s)
being from 60 to 69 years old
sexagenarian (n.)
A person who is sixty years old.
FAQs About the word sexagenarian
Definition not available
someone whose age is in the sixties, being from 60 to 69 years oldA person who is sixty years old.
γήρανση,γήρανση,Εκατοντάρης,ηλικιωμένοι,γεροντικός,ενενηντάρης,ογδοντάρης,μεγαλύτερος,Υπερήλικας,γερασμένος
Νεαρός,νεανικός,Έφηβος,Αθάνατος,Ανώριμος,ανήλικος,ανήλικος,παιδαριώδης,νεανικός,άπειρος
sexadecimal number system => Δεκαεξαδικό σύστημα αριθμών, sexadecimal notation => Δεκαεξαδικό σύστημα, sex segregation => Φύλο διαχωρισμός, sex chromosome => Φύλο χρωμόσωμα, sewster => μοδίστρα,