Greek Meaning of sex appeal
sex appeal
Other Greek words related to sex appeal
- ένσταση
- έλξη
- ελκυστικότητα
- ομορφιά
- επιθυμητότητα
- απολαυστικότητα
- κομψότητα
- γοητεία
- εμφάνιση
- Αισθητική
- γοητεία
- γοητεία
- ομορφιά
- γλύκα
- αισθητική
- Δικαιοσύνη
- γοητεία
- γοητεία
- ομορφιά
- αφθονία
- Νυμφευσιμότητα
- ομορφιά
- ομορφιά
- λαμπρότητα
- καλλίγραμμος
- ομορφιά
- Ομορφιά
- απόλαυση
- Ομορφιά
- λεπτότητα
- εκλεκτότητα
- επίδειξη
- Ανεπίληπτος
- πανουργία
- λάμψη
- ομορφιά
- τελειότητα
- λάμψη
- ακτινοβολία
- λαμπρότητα
- Επίδειξη
- ολισθηρότητα
- πιτσίλισμα
- υψηλόφρων (ipsifron)
- δόξα
- ομορφιά
- μεγαλοπρέπεια
- Μεγαλοπρέπεια
- υψηλότητα
- υπεροχή
Nearest Words of sex appeal
- sex chromosome => Φύλο χρωμόσωμα
- sex segregation => Φύλο διαχωρισμός
- sexadecimal notation => Δεκαεξαδικό σύστημα
- sexadecimal number system => Δεκαεξαδικό σύστημα αριθμών
- sexagesima => Sexagesima
- sexangle => εξάγωνο
- sexangled => εξαγωνικός
- sexangular => εξαγωνικός
- sexangularly => εξαγωνικά
- sexavalent => εξαδενικός
Definitions and Meaning of sex appeal in English
sex appeal (n)
attractiveness to the opposite sex
FAQs About the word sex appeal
Definition not available
attractiveness to the opposite sex
ένσταση,έλξη,ελκυστικότητα,ομορφιά,επιθυμητότητα,απολαυστικότητα,κομψότητα,γοητεία,εμφάνιση,Αισθητική
ατέλεια,δυσάρεστος,φρικτότητα,Ελάττωμα,βρωμιά,φρίκη,φρίκη,ατέλεια,αηδία,κακία
sewster => μοδίστρα, sewn => ραμμένο, sewing-machine stitch => Ράμμα ραπτομηχανής, sewing-machine operator => Ράφτης, sewing stitch => Βελονιά ραψίματος,