Greek Meaning of sex appeal

sex appeal

Other Greek words related to sex appeal

Definitions and Meaning of sex appeal in English

Wordnet

sex appeal (n)

attractiveness to the opposite sex

FAQs About the word sex appeal

Definition not available

attractiveness to the opposite sex

ένσταση,έλξη,ελκυστικότητα,ομορφιά,επιθυμητότητα,απολαυστικότητα,κομψότητα,γοητεία,εμφάνιση,Αισθητική

ατέλεια,δυσάρεστος,φρικτότητα,Ελάττωμα,βρωμιά,φρίκη,φρίκη,ατέλεια,αηδία,κακία

sewster => μοδίστρα, sewn => ραμμένο, sewing-machine stitch => Ράμμα ραπτομηχανής, sewing-machine operator => Ράφτης, sewing stitch => Βελονιά ραψίματος,