Greek Meaning of salaciously

αισχρόλογα

Other Greek words related to αισχρόλογα

Definitions and Meaning of salaciously in English

Wordnet

salaciously (r)

in a lascivious manner

FAQs About the word salaciously

αισχρόλογα

in a lascivious manner

ζεστό,παθιασμένος,διεγερμένος,επιθυμητικός,ενθουσιασμένος,αίγειος,Κέρατο,ανήθικος,φαγούρα,ερωτικός

Άγαμος,αγνός,αξιοπρεπής,κρύο,άμωμος,σεμνός,ηθικός,καθαρός,ενάρετος,αθώος

salacious => Φριβολος, salableness => Ευπώλητο, salable => εμπορεύσιμο, salability => εμπορευσιμότητα, salaat => προσευχή,