Greek Meaning of one-shot
Μιάς χρήσης
Other Greek words related to Μιάς χρήσης
- κοινός
- γνώριμος
- συχνός
- συνηθισμένος
- περιοδικός
- περιοδικό
- επαναλαμβανόμενο
- τακτικός
- ρουτίνα
- σταθερός
- συνήθης
- ετήσιος
- χρόνιος
- συνηθισμένος
- επιβεβαιωμένο
- σταθερά
- συνεχής
- συνήθης
- κυκλικός
- κυκλικός
- κάθε μέρα
- ανά ώρα
- επαναλαμβανόμενος
- Επαναλαμβανόμενος
- πανταχού παρών
- συνηθισμένος
- όλο το εικοσιτετράωρο
- αναμενόμενος
- συνήθης
- αμετανόητος
- εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο
- ετήσιος
Nearest Words of one-shot
Definitions and Meaning of one-shot in English
FAQs About the word one-shot
Μιάς χρήσης
περιστασιακός,απλός,σπάνιος,διαλείπουσα,μία φορά,ασταθής,ακανόνιστος,nonce
κοινός,γνώριμος,συχνός,συνηθισμένος,περιοδικός,περιοδικό,επαναλαμβανόμενο,τακτικός,ρουτίνα,σταθερός
one-liners => αστεία μιας γραμμής, one and all => όλοι και ο καθένας, once in a blue moon => σπάνια, on-and-off => ασταθής, on top of => πάνω σε,