Greek Meaning of notionally

νοητά

Other Greek words related to νοητά

Definitions and Meaning of notionally in English

Webster

notionally (adv.)

In mental apprehension; in conception; not in reality.

FAQs About the word notionally

νοητά

In mental apprehension; in conception; not in reality.

αφηρημένος,εννοιολογικός, εννοιακός,μεταφυσικός,θεωρητικός,θεωρητικός,υποθετικός,ιδανικός,διανοούμενος,ψυχικός,εικαζόμενο

πραγματικός,σκυρόδεμα,φυσικός,ουσιαστικός,απτός,αισθητός,ορισμένος,ορισμένος,Ανιχνεύσιμο,διακριτός

notionality => υπηκοότητα, notional => εννοιολογικός, notion => έννοια, noting => σημειώνοντας, notifying => ειδοποίηση,