Greek Meaning of murdering
murdering
Other Greek words related to murdering
- φονικός
- αιμοσταγής
- βίαιος
- Αμφιλεγόμενος
- σκληρός
- Άγριος
- άγριος
- ανθρωποκτόνος
- αδίστακτος
- αιματηρός
- αισιόδοξος
- άγριος
- κακός
- επιθετικός
- ανταγωνιστικός
- διεκδικητικός
- βάρβαρος
- βάρβαρος
- πολεμοχαρής
- εμπόλεμος
- Ματωμένος
- αιματηρό
- ψυχρός
- μαχητικός
- ασύμφωνος
- έπεσε
- μονομάχος
- αιματηρός
- ζοφερός
- άκαρδος
- εχθρικός
- απάνθρωπος
- κακόβουλος
- κακόβουλος
- κακοήθης
- Κακοήθης
- αμείλικτος
- άσπλαχνος
- μαχητικός
- φιλονικός
- σαδιστικός
- αισιόδοξος
- φτωχό
- κακεντρεχής
- άγριος
- αυθαίρετος
- ηρεμιστικό
- καλοήθης
- συμπονετικός
- συμβιβαστικός
- αποπλιστικός
- ανθρώπινος
- ευγενικός
- Ειρηνικός
- ειρηνικός
- ειρηνικός
- ηρεμιστικό
- εξιλαστήριος
- συμπαθής
- ζεστός
- φιλικός
- φιλάνθρωπος
- καλοήθης
- φιλειρηνικός
- ήπιος
- Καλοκάγαθος
- καλόκαρδος
- επιεικής
- ελεήμων
- εξευμενιστικός
- κατευναστικός
- Κατευναστικός
- κατευναστικός
- τρυφερό
- Τρυφερός
- μη επιθετικός
- μη διεκδικητικός
- Θερμόκαρδος
- υποχωρητικός
- ειρηνοποίηση
- παράδοση
- Φιλικός
- φιλικός
- ήπιος
- παρακαλώ
- υποτακτικός
Nearest Words of murdering
- murderee => Δολοφονημένος
- murdered => δολοφονηθέντα
- murder suspect => ύποπτος για φόνο
- murder mystery => Αστυνομική ιστορία
- murder indictment => Κατηγορία για φόνο.
- murder conviction => Καταδίκη για φόνο
- murder charge => κατηγορία για φόνο
- murder => φόνος
- muramidase => μουραμιδάση
- muralist => Ζωγράφος τοιχογραφιών
Definitions and Meaning of murdering in English
murdering (p. pr. & vb. n.)
of Murder
FAQs About the word murdering
Definition not available
of Murder
φονικός,αιμοσταγής,βίαιος,Αμφιλεγόμενος,σκληρός,Άγριος,άγριος,ανθρωποκτόνος,αδίστακτος,αιματηρός
ηρεμιστικό,καλοήθης,συμπονετικός,συμβιβαστικός,αποπλιστικός,ανθρώπινος,ευγενικός,Ειρηνικός,ειρηνικός,ειρηνικός
murderee => Δολοφονημένος, murdered => δολοφονηθέντα, murder suspect => ύποπτος για φόνο, murder mystery => Αστυνομική ιστορία, murder indictment => Κατηγορία για φόνο.,