Greek Meaning of litter
litter
Other Greek words related to litter
- ποικιλία
- ακαταστασία
- κολλάζ
- ανακάτεμα
- μεντλέι
- ποικιλία
- συσσώρευση
- συσσωμάτωμα
- συσσώρευση
- σύνολο
- συσσωμάτωση
- σούπα αλφαβήτου
- Αμάλγαμα
- μίγμα
- χαλάω
- συνδυασμός
- Crazy Quilt
- αποtrίμματα
- Φασαρία
- μπερδεμά
- τσάντα έκπληξη
- Γκόμπο
- κατακερματισμός
- μίγμα
- ανακάτωμα
- Τζαμπαλάγια
- ζούγκλα
- Ζωολογικός κήπος
- Διάφορα
- ανάμεικτα
- μυστήριο
- μίξη
- μοντάζ
- ποικιλόμορφος
- χάος
- μιγάδι
- Ογια ποδρίδα
- μίγμα
- παστίς
- Πατσγουόρκ
- Κουρελού
- Ποτ-πουρί
- σακούλα έκπληξη
- Ραγού
- ψάχνω
- σαλάτα
- Σαλμάκι
- ανακατεύω
- Ανάμειξη
- Σουηδικός μπουφές
- Ραγού
- Μπερδέματα
- πέφτω
- welter
- μίγμα
- φρουτοσαλάτα
- ανάμειξη
- κράμα
- κατσαρόλα
- χάος
- Μίγμα
- σύνθετος
- σύνθετο
- Σύγχυση
- συγκρότημα
- συσσωμάτωμα
- αταξία
- ακαταστασία
- διαταραχή
- σύντηξη
- ανάμειξη
- ακαταστασία
- σύγχυση
- βάλτος
- απολειφάδια
- ψιλοπράγματα
- σκορπαρισμένα
- γρυλίζω
- διάφορα
- έννοιες
Nearest Words of litter
Definitions and Meaning of litter in English
litter (n)
the offspring at one birth of a multiparous mammal
rubbish carelessly dropped or left about (especially in public places)
conveyance consisting of a chair or bed carried on two poles by bearers
material used to provide a bed for animals
litter (v)
strew
make a place messy by strewing garbage around
give birth to a litter of animals
litter (n.)
A bed or stretcher so arranged that a person, esp. a sick or wounded person, may be easily carried in or upon it.
Straw, hay, etc., scattered on a floor, as bedding for animals to rest on; also, a covering of straw for plants.
Things lying scattered about in a manner indicating slovenliness; scattered rubbish.
Disorder or untidiness resulting from scattered rubbish, or from thongs lying about uncared for; as, a room in a state of litter.
The young brought forth at one time, by a sow or other multiparous animal, taken collectively. Also Fig.
litter (v. t.)
To supply with litter, as cattle; to cover with litter, as the floor of a stall.
To put into a confused or disordered condition; to strew with scattered articles; as, to litter a room.
To give birth to; to bear; -- said of brutes, esp. those which produce more than one at a birth, and also of human beings, in abhorrence or contempt.
litter (v. i.)
To be supplied with litter as bedding; to sleep or make one's bed in litter.
To produce a litter.
FAQs About the word litter
Definition not available
the offspring at one birth of a multiparous mammal, rubbish carelessly dropped or left about (especially in public places), conveyance consisting of a chair or
ποικιλία,ακαταστασία,κολλάζ,ανακάτεμα,μεντλέι,ποικιλία,συσσώρευση,συσσωμάτωμα,συσσώρευση,σύνολο
aρπάζω,βρίσκω,Πολύτιμος λίθος,Κόσμημα,μαργαριτάρι,δαμάσκηνο,βραβείο,θησαυρός,Θησαυρός,θησαυρός
litre => λίτρο, litraneter => Λιτραντερ, litotes => λιτότης , litoral => παραθαλάσσιος, litocranius walleri => Litocranius walleri,