Greek Meaning of linearity
γραμμικότητα
Other Greek words related to γραμμικότητα
- καμπύλος
- περιελισσόμενος
- καμπύλος
- στρογγυλεμένο
- σπείρα
- στροφή
- Στριμμένο
- Στρέβλωση
- στραβός
- Κυματοειδής
- περιέλιξη
- κάμψη
- περιτύλιγμα
- σγουρός
- curling
- καμπυλώνω
- μπλεγμένος
- Φτιαγμένος
- βρόχος
- βρόχος
- ερπετοειδής
- ελικοειδής
- σπειροειδής
- σπειροειδής
- στροβιλισμένος
- στρεμμένος
- σε σχήμα πλεξούδας
- περιπλεγμένος
- Ύφανση
- τιρμπουσόν
- στρεβλός
- ύπουλος
- ελικοειδής
- στρίβω
- Ζιγκ-ζαγκ
Nearest Words of linearity
- linearise => γραμμικοποιώ
- linearensate => γραμμικός
- linear unit => Γραμμική μονάδα
- linear regression => γραμμική παλινδρόμηση
- linear programming => Γραμμικός προγραμματισμός
- linear perspective => Γραμμική προοπτική
- linear operator => γραμμικός τελεστής
- linear measure => Γραμμική μέτρηση
- linear leaf => γραμμικό φύλλο
- linear equation => Γραμμική εξίσωση
Definitions and Meaning of linearity in English
linearity (n)
the property of having one dimension
FAQs About the word linearity
γραμμικότητα
the property of having one dimension
άμεσο,ίσιος,απλός,δεξιά,αμέσως,ακαμψία,ξεσφιγμένος,ακλόνητος,ακλόνητος,άστροφος
καμπύλος,περιελισσόμενος,καμπύλος,στρογγυλεμένο,σπείρα,στροφή,Στριμμένο,Στρέβλωση,στραβός,Κυματοειδής
linearise => γραμμικοποιώ, linearensate => γραμμικός, linear unit => Γραμμική μονάδα, linear regression => γραμμική παλινδρόμηση, linear programming => Γραμμικός προγραμματισμός,