Greek Meaning of linear operator
γραμμικός τελεστής
Other Greek words related to γραμμικός τελεστής
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of linear operator
- linear measure => Γραμμική μέτρηση
- linear leaf => γραμμικό φύλλο
- linear equation => Γραμμική εξίσωση
- linear b => Γραμμική γραφή Β
- linear algebra => Γραμμική άλγεβρα
- linear accelerator => Γραμμικός επιταχυντής
- linear a => γραμμική Α
- linear => γραμμικός
- lineaments => Χαρακτηριστικά
- lineament => Χαρακτηριστικά του προσώπου
- linear perspective => Γραμμική προοπτική
- linear programming => Γραμμικός προγραμματισμός
- linear regression => γραμμική παλινδρόμηση
- linear unit => Γραμμική μονάδα
- linearensate => γραμμικός
- linearise => γραμμικοποιώ
- linearity => γραμμικότητα
- linearize => εκγραμμίζω
- linearly => γραμμικά
- linear-shaped => γραμμικού σχήματος
Definitions and Meaning of linear operator in English
linear operator (n)
an operator that obeys the distributive law: A(f+g) = Af + Ag (where f and g are functions)
FAQs About the word linear operator
γραμμικός τελεστής
an operator that obeys the distributive law: A(f+g) = Af + Ag (where f and g are functions)
No synonyms found.
No antonyms found.
linear measure => Γραμμική μέτρηση, linear leaf => γραμμικό φύλλο, linear equation => Γραμμική εξίσωση, linear b => Γραμμική γραφή Β, linear algebra => Γραμμική άλγεβρα,