Greek Meaning of linear perspective
Γραμμική προοπτική
Other Greek words related to Γραμμική προοπτική
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of linear perspective
- linear operator => γραμμικός τελεστής
- linear measure => Γραμμική μέτρηση
- linear leaf => γραμμικό φύλλο
- linear equation => Γραμμική εξίσωση
- linear b => Γραμμική γραφή Β
- linear algebra => Γραμμική άλγεβρα
- linear accelerator => Γραμμικός επιταχυντής
- linear a => γραμμική Α
- linear => γραμμικός
- lineaments => Χαρακτηριστικά
- linear programming => Γραμμικός προγραμματισμός
- linear regression => γραμμική παλινδρόμηση
- linear unit => Γραμμική μονάδα
- linearensate => γραμμικός
- linearise => γραμμικοποιώ
- linearity => γραμμικότητα
- linearize => εκγραμμίζω
- linearly => γραμμικά
- linear-shaped => γραμμικού σχήματος
- lineary => γραμμικός
Definitions and Meaning of linear perspective in English
linear perspective (n)
the appearance of things relative to one another as determined by their distance from the viewer
FAQs About the word linear perspective
Γραμμική προοπτική
the appearance of things relative to one another as determined by their distance from the viewer
No synonyms found.
No antonyms found.
linear operator => γραμμικός τελεστής, linear measure => Γραμμική μέτρηση, linear leaf => γραμμικό φύλλο, linear equation => Γραμμική εξίσωση, linear b => Γραμμική γραφή Β,