Greek Meaning of linear a
γραμμική Α
Other Greek words related to γραμμική Α
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of linear a
- linear accelerator => Γραμμικός επιταχυντής
- linear algebra => Γραμμική άλγεβρα
- linear b => Γραμμική γραφή Β
- linear equation => Γραμμική εξίσωση
- linear leaf => γραμμικό φύλλο
- linear measure => Γραμμική μέτρηση
- linear operator => γραμμικός τελεστής
- linear perspective => Γραμμική προοπτική
- linear programming => Γραμμικός προγραμματισμός
- linear regression => γραμμική παλινδρόμηση
Definitions and Meaning of linear a in English
linear a (n)
an undeciphered writing system used in Crete in the 17th century B.C.
FAQs About the word linear a
γραμμική Α
an undeciphered writing system used in Crete in the 17th century B.C.
No synonyms found.
No antonyms found.
linear => γραμμικός, lineaments => Χαρακτηριστικά, lineament => Χαρακτηριστικά του προσώπου, lineally => γραμμικά, lineality => γραμμικότητα,