Greek Meaning of insinuatingly
συκοφαντικά
Other Greek words related to συκοφαντικά
- λατρευτός
- επηρεάζοντας
- γοητευτικός
- εγκάρδιος
- νίκη
- αποπλιστικός
- αγαπημένος
- συμπαθής
- συγκινητικός
- γοητευτικός
- κολακευτικό
- σεβαστικός
- σάλιασμα
- θερμός
- κολακευτικός
- αφθονη
- ερπυστικός
- εξευτελιστική
- υποκλίνεστε
- συμπαθητικός
- αγαπητός
- χαριτωμένος
- υποτακτικός
- ελαιούχος
- συγκινητικός
- Σακχαρίνη
- δουλοπρεπής
- σάλιο
- σαπουνάδα
- ζαχαρώδης
- κολακευτικός
- λιπαρός
Nearest Words of insinuatingly
Definitions and Meaning of insinuatingly in English
insinuatingly (r)
in an insinuating manner
insinuatingly (adv.)
By insinuation.
FAQs About the word insinuatingly
συκοφαντικά
in an insinuating mannerBy insinuation.
λατρευτός,επηρεάζοντας,γοητευτικός,εγκάρδιος,νίκη,αποπλιστικός,αγαπημένος,συμπαθής,συγκινητικός,γοητευτικός
αποξενωτικός,δυσάρεστος,αποκρουστικός,απωθητικός,δυσάρεστος,δυσάρεστος,αλαζόνας,αποξενωτικός,περιφρονητικός,Υπερόπτης
insinuating => υπονοητικός, insinuated => insinuated, insinuate => υπαινίσσομαι, insinuant => υπονοούμενο, insinewing => ανειδίκευτος,