Greek Meaning of inertly
αδρανώς
Other Greek words related to αδρανώς
- αδρανής
- αδρανής
- απενεργοποιημένος
- αχρησιμοποίητος
- ελεύθερος
- Σε ηρεμία
- νεκρός
- χέρσος
- δωρεάν
- αδρανής
- ανενεργός
- λανθάνων
- άχρηστος
- στο ράφι
- εκτός λειτουργίας
- αναβληθείς
- συλληφθείς
- κοιμισμένος
- Επιφανειακός λήθαργος
- βαρετό
- ανεγχείρητος
- διακοπείσα
- άψυχο
- Πεθαμένος
- αδρανής
- νυσταγμένος
- αργός
- Αναστολή
- ακατοίκητο
- Άχρηστο
- ανέφικτος
Nearest Words of inertly
- inertitude => αδράνεια
- inertion => οκνηρία
- inertial reference frame => Αδρανειακό πλαίσιο αναφοράς
- inertial navigation system => Σύστημα αδρανειακής πλοήγησης
- inertial navigation => Αδράνειας πλοήγησης
- inertial mass => Αδράνεια μάζας
- inertial guidance system => Σύστημα αδρανειακής καθοδήγησης
- inertial guidance => Αδρανειακή καθοδήγηση
- inertial frame => Αδρανειακό πλαίσιο
- inertial => Αδράνεια
Definitions and Meaning of inertly in English
inertly (adv.)
Without activity; sluggishly.
FAQs About the word inertly
αδρανώς
Without activity; sluggishly.
αδρανής,αδρανής,απενεργοποιημένος,αχρησιμοποίητος,ελεύθερος,Σε ηρεμία,νεκρός,χέρσος,δωρεάν,αδρανής
ενεργός,ζωντανός,απασχολημένος,εργαζόμενος,Λειτουργικός,λειτουργικός,σε,λειτουργική,λειτουργικός,Ενεργητικός
inertitude => αδράνεια, inertion => οκνηρία, inertial reference frame => Αδρανειακό πλαίσιο αναφοράς, inertial navigation system => Σύστημα αδρανειακής πλοήγησης, inertial navigation => Αδράνειας πλοήγησης,