Greek Meaning of gentlemanliness

Ευγένεια

Other Greek words related to Ευγένεια

Definitions and Meaning of gentlemanliness in English

Webster

gentlemanliness (n.)

The state of being gentlemanly; gentlemanly conduct or manners.

FAQs About the word gentlemanliness

Ευγένεια

The state of being gentlemanly; gentlemanly conduct or manners.

προσοχή,ιπποτισμóς,ευγένεια,γενναιότητα,Ιπποτισμός,στοχαστικότητα,αναπαραγωγή,Τελετουργικότητα,τελετή,Ευγένεια

τόλμη,Αγροτικότητα,Αγροτικότητα,εγκληματικότητα,Αγενεια,Ασεβεια,Αγενεια,ακαταλληλότητα,ακαταλληλότητα,αγένεια

gentlemanlike => ευγενικός, gentlemanhood => ιπποτισμός, gentleman-at-arms => Επίλεκτος *epílektos, gentleman johnny => Gentleman Johnny, gentleman jim => Τζέντλεμαν Τζιμ,