Greek Meaning of fallowness
αγρανάπαυση
Other Greek words related to αγρανάπαυση
- νεκρός
- αδρανής
- αδρανής
- απενεργοποιημένος
- αχρησιμοποίητος
- ελεύθερος
- Σε ηρεμία
- δωρεάν
- αδρανής
- αδρανής
- ανενεργός
- λανθάνων
- Αναστολή
- στο ράφι
- εκτός λειτουργίας
- αναβληθείς
- συλληφθείς
- κοιμισμένος
- Επιφανειακός λήθαργος
- βαρετό
- διακοπείσα
- άψυχο
- Πεθαμένος
- αδρανής
- νυσταγμένος
- αργός
- ακατοίκητο
- Άχρηστο
- ανέφικτος
- άχρηστος
Nearest Words of fallowness
Definitions and Meaning of fallowness in English
fallowness (n.)
A well or opening, through the successive floors of a warehouse or manufactory, through which goods are raised or lowered.
FAQs About the word fallowness
αγρανάπαυση
A well or opening, through the successive floors of a warehouse or manufactory, through which goods are raised or lowered.
νεκρός,αδρανής,αδρανής,απενεργοποιημένος,αχρησιμοποίητος,ελεύθερος,Σε ηρεμία,δωρεάν,αδρανής,αδρανής
ενεργός,ζωντανός,απασχολημένος,εργαζόμενος,λειτουργικός,πηγαίνω,σε,ζωντανό,λειτουργική,επιχειρησιακό
fallowist => αγρανάπαυση, fallowing => γεώλαδο, fallowed => ακαλλιέργητος, fallow deer => ζαρκάδι, fallow => χέρσος,