FAQs About the word fallowing

γεώλαδο

of Fallow

διογκωτικός,σκάλισμα,καταχώρηση,όργωμα,σάρωμα,φρεζάρισμα,σπάσιμο,Καλλιεργώ,ρυτίδες,όργωμα

No antonyms found.

fallowed => ακαλλιέργητος, fallow deer => ζαρκάδι, fallow => χέρσος, fallout shelter => Πυρηνικό καταφύγιο, fallout => συνέπειες,