Greek Meaning of diffuse
diffuse
Other Greek words related to diffuse
- κοινωτικός
- υπερβολικός
- περιπλάνηση
- κουβεντολόγος
- ελικοειδής
- περιφραστικός
- συνομιλίας
- φλύαρος
- αέριος
- μακρύς
- πλεοναστικός
- υπερβολικά ομιλητικός
- περιττός
- φλύαρος
- πολυλογάς
- Ανεμώδης
- μακροσκελής
- πολυλογάς
- βομβαρδιστικός
- κουβεντιάζω
- διακοσμημένο
- κεντημένος
- πολυλογάς
- αέριος
- φλύαρος
- περιφραστικός
- επαναλαμβανόμενος
- φλύαρος
- ταυτολογικός
- ταυτολογικό
Nearest Words of diffuse
Definitions and Meaning of diffuse in English
diffuse (v)
move outward
spread or diffuse through
cause to become widely known
diffuse (s)
spread out; not concentrated in one place
lacking conciseness
diffuse (a)
(of light) transmitted from a broad light source or reflected
diffuse (v. t.)
To pour out and cause to spread, as a fluid; to cause to flow on all sides; to send out, or extend, in all directions; to spread; to circulate; to disseminate; to scatter; as to diffuse information.
diffuse (v. i.)
To pass by spreading every way, to diffuse itself.
diffuse (a.)
Poured out; widely spread; not restrained; copious; full; esp., of style, opposed to concise or terse; verbose; prolix; as, a diffuse style; a diffuse writer.
FAQs About the word diffuse
Definition not available
move outward, spread or diffuse through, cause to become widely known, spread out; not concentrated in one place, (of light) transmitted from a broad light sour
κοινωτικός,υπερβολικός,περιπλάνηση,κουβεντολόγος,ελικοειδής,περιφραστικός,συνομιλίας,φλύαρος,αέριος,μακρύς
σύντομος,συμπαγής,περιεκτικός,Κροκαλένια,περιεκτικός,κοντός,σύντομο,περιεκτικός,συντομευμένος,αφοριστικός
diffusate => διάχυτος, diffranchisement => στέρηση δικαιωμάτων, diffranchise => στερεί από τα εκλογικά δικαιώματα, diffractive => διαθλαστικός, diffraction grating => Διάθλασμα,