Greek Meaning of cockered

Πουδραρισμένος

Other Greek words related to Πουδραρισμένος

Definitions and Meaning of cockered in English

Webster

cockered (imp. & p. p.)

of Cocker

FAQs About the word cockered

Πουδραρισμένος

of Cocker

αφοσιωμένος,θηλάζει,χαρούμενος,κακομαθημένος,κακομαθημένος,κακομαθαίνω,καλομαθημένο,χάιδεψε,Χαρούμενος,Ήταν μητέρα

κακοποιημένος,ελεγχόμενος,με αυτοπειθαρχία ,κακοποιημένος,κακοποιημένος,κακοποιημένος,παραμελημένος,καταπιεσμένοι,συγκρατημένος,παρενοχλημένος

cocker spaniel => Κόκερ σπάνιελ, cocker => Κόκερ, cocked hat => Τρίκογχο, cocked => λαδωμένος, cockcrowing => λαλητό του κόκορα,