Greek Meaning of cocked

λαδωμένος

Other Greek words related to λαδωμένος

Definitions and Meaning of cocked in English

Webster

cocked (imp. & p. p.)

of Cock

FAQs About the word cocked

λαδωμένος

of Cock

γωνιώδης,κεκλιμένος,με τακούνια,επικλινής,λοξός,κεκλιμένος,Γερμένος/Γυρτός,γερμένος,απότομος,λοφώδης

εύκολος,ήπιος,μέτριος,μαλακός,επίπεδος,FLUSH,σταδιακός,οριζόντιος,επίπεδο,λείο

cockcrowing => λαλητό του κόκορα, cockcrow => λαλητό του πετεινού, cockcroft-walton voltage multiplier => Πολλαπλασιαστής τάσης Cockcroft-Walton, cockcroft-walton accelerator => επιταχυντής Κόκκροφτ-Ουόλτον, cockcroft and walton voltage multiplier => Πολλαπλασιαστής τάσης Cockcroft-Walton,