Greek Meaning of hilly

ορεινό

Other Greek words related to ορεινό

Definitions and Meaning of hilly in English

Wordnet

hilly (s)

having hills and crags

Webster

hilly (a.)

Abounding with hills; uneven in surface; as, a hilly country.

Lofty; as, hilly empire.

FAQs About the word hilly

ορεινό

having hills and cragsAbounding with hills; uneven in surface; as, a hilly country., Lofty; as, hilly empire.

έντονος,απότομος,ορεινός,διάφανος,ξαφνικός,λοφώδης,απότομος,απότομος,απότομος,κάθετος

ακόμα,επίπεδος,οριζόντιος,επίπεδο,μέτριος,λείο,εύκολος,FLUSH,ήπιος,σταδιακός

hilltop => Κορυφή λόφου, hillside => πλαγιά, hillock => λόφος, hilling => το σκάλισμα, hilliness => Λοφώδες έδαφος,