Greek Meaning of caliginous
caliginous
Other Greek words related to caliginous
- σκοτεινός, -ή, -ό
- σκοτεινός
- θολό
- Σκοτεινός
- σκοτεινό
- Σκοτεινός
- αχνός
- αμυδρό
- λυκόφως
- σκοτεινός
- μελαγχολικός
- σκοτεινό
- ασαφής
- αμυδρό
- σκοτεινός
- οξύς
- Ακτινοβόλος
- σκοτεινός
- σκοτεινός
- στυγικός
- σκοτεινός
- ασβόλωτο
- συννεφιασμένος
- συννεφιασμένος
- σκοτεινός
- βαρετό
- θαμπό
- ομιχλώδης
- αιθαλώδης
- γκρι
- γκρί
- θαμπό
- μολυβένιος
- ομιχλώδης
- αφεγγής
- χλωμός
- σκοτεινός
- σκιερός
- Καπνώδης
- άστρο
- δίχως ήλιο
- σκοτεινός
- σκοτεινό
- alight
- λαμπερός
- φωτεινό
- φωτεινός
- εξαιρετικό
- Λαμπερός
- εκτυφλωτικός
- φωτεινό
- φωτισμένο
- λαμπτήρας πυρακτώσεως
- λαμπερός
- φως
- φωτισμένο
- Ελαφρύς
- αναμμένος
- διαφανής
- Σαφής
- φωτεινό
- λαμπερός
- λαμπρός
- λαμπερός
- λαμπερά
- φωτισμένο
- λαμπερός
- λαμπερός
- χαμογελαστός
- γυαλιστερός
- λαμπερός
- σεληνόφωτος
- λαμπερός
- λαμπερός
- ηλιόλουστος
- φωτισμένος από προβολέα
- φλεγόμενος
- προβολωτό
- φωτισμένο από προβολείς
- σεληνιακός
- αστροφώτιστος
- επισημασμένος
- πρόβαλε
- πολύ φωτεινό
Nearest Words of caliginous
- caliginosity => σκοτάδι
- caligation => σκοτάδι
- californium => καλλιφόρνιο
- californian => καλιφορνέζικος
- california yew => Καλιφορνέζικος ίταμος
- california yellow bells => Καλιφορνέζικη παπαρούνα
- california wine => κρασί Καλιφόρνιας
- california white oak => Βελανιδιά της Καλιφόρνια
- california white fir => Λευκό ελάτη της Καλιφόρνια
- california whipsnake => Οχιά-μαστίγιο της Καλιφόρνιας
Definitions and Meaning of caliginous in English
caliginous (s)
dark and misty and gloomy
caliginous (a.)
Affected with darkness or dimness; dark; obscure.
FAQs About the word caliginous
Definition not available
dark and misty and gloomyAffected with darkness or dimness; dark; obscure.
σκοτεινός, -ή, -ό,σκοτεινός,θολό,Σκοτεινός,σκοτεινό,Σκοτεινός,αχνός,αμυδρό,λυκόφως,σκοτεινός
alight,λαμπερός,φωτεινό,φωτεινός,εξαιρετικό,Λαμπερός,εκτυφλωτικός,φωτεινό,φωτισμένο,λαμπτήρας πυρακτώσεως
caliginosity => σκοτάδι, caligation => σκοτάδι, californium => καλλιφόρνιο, californian => καλιφορνέζικος, california yew => Καλιφορνέζικος ίταμος,