Greek Meaning of aptitudinal
δεξιότητα
Other Greek words related to δεξιότητα
- αγάπη
- συγγένεια
- συσκευές
- κλίση
- ικανότητα
- τάση
- εθισμός
- όρεξη
- λυγισμένος
- Προκατάληψη
- κόκαλο
- διάθεση
- ταλέντο
- διάνοια
- Δώρο
- συνήθεια
- ώθηση
- μεροληψία
- προτίμηση
- προτίμηση
- προδιάθεση
- προτίμηση
- ευελιξία
- Τάση
- ταλέντο
- συνήθεια
- Εκκεντρικότητα
- προίκισμα
- Σχολή
- φανταχτερός
- χάρη
- στοργή
- φρούριο
- συνήθεια
- Ιδιοσυγκρασία
- στηριζόμενος
- σαν
- συμπάθεια
- κομματισμός
- μοτίβο
- ιδιαιτερότητα
- Πρακτική
- εξάσκηση
- προκατάληψη
- ιδιοτροπία
- ρουτίνα
- μοναδικότητα
- ειδικότητα
- Ειδικότητα
- γεύση
- σειρά
- τρόπος
- μονόπλευροτητα
Nearest Words of aptitudinal
Definitions and Meaning of aptitudinal in English
aptitudinal (a)
of or relating to aptitudes
aptitudinal (a.)
Suitable; fit.
FAQs About the word aptitudinal
δεξιότητα
of or relating to aptitudesSuitable; fit.
αγάπη,συγγένεια,συσκευές,κλίση,ικανότητα,τάση,εθισμός,όρεξη,λυγισμένος,Προκατάληψη
Αλλεργία,απέχθεια,Απόσπαση,δυσμένεια,απροθυμία,Αντιπάθεια,Αηδία,Αμεροληψία,αδιαφορία,Ο ουδετερότητα
aptitude => ικανότητα, apteryx => Κιουί, apterygiformes => Apterygiformes, apterygidae => Άπτερυγίδες, apteryges => απτέρυγες,