Greek Meaning of accidentalness

τυχαίότητα

Other Greek words related to τυχαίότητα

Definitions and Meaning of accidentalness in English

Webster

accidentalness (n.)

The quality of being accidental; casualness.

FAQs About the word accidentalness

τυχαίότητα

The quality of being accidental; casualness.

ανεπίσημος,ευκαιρία,,ακούσιος,τυχαίο,απροσδόκητος,ακούσιος,ακούσιο,απρογραμμάτιστος,Αρκετός

υπολογισμένος,εσκεμμένος,αναπόφευκτος,σκοπούμενος,εκούσιος,προγραμματισμένη,προμελετημένο,βέβαιος,συνειδητός,προορισμένος

accidentally => τυχαία, accidentality => τυχαιότητα, accidentalism => ακσιδενταλισμός, accidental injury => Τυχαία ζημιά, accidental => τυχαίο,