Greek Meaning of accho
φτάρνισμα
Other Greek words related to φτάρνισμα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of accho
- accessory vertebral vein => έμφορτος σπονδυλική φλέβα
- accessory nerve => Πνευμονογαστρικός νεύρος
- accessory hemiazygous vein => Επιπρόσθετη ημιαζυγής φλέβα
- accessory hemiazygos vein => Αξεσουάρ ημι-azygos φλέβα
- accessory fruit => Βοηθητικός καρπός
- accessory during the fact => Συνένοχος
- accessory cephalic vein => Βοηθητική κεφαλική φλέβα
- accessory before the fact => Συνένοχος προ του εγκλήματος
- accessory after the fact => Συνένοχος εκ των υστέρων
- accessory => Αξεσουάρ
Definitions and Meaning of accho in English
accho (n)
a town and port in northwestern Israel in the eastern Mediterranean
FAQs About the word accho
φτάρνισμα
a town and port in northwestern Israel in the eastern Mediterranean
No synonyms found.
No antonyms found.
accessory vertebral vein => έμφορτος σπονδυλική φλέβα, accessory nerve => Πνευμονογαστρικός νεύρος, accessory hemiazygous vein => Επιπρόσθετη ημιαζυγής φλέβα, accessory hemiazygos vein => Αξεσουάρ ημι-azygos φλέβα, accessory fruit => Βοηθητικός καρπός,