Greek Meaning of accessory nerve
Πνευμονογαστρικός νεύρος
Other Greek words related to Πνευμονογαστρικός νεύρος
- Εξάρτημα
- αξεσουάρ
- προσαρμογέας
- προσαρμογέας
- προσθήκη
- προσάρτημα
- συσκευές
- συνημμένο αρχείο
- διακόσμηση
- εξοπλισμός
- επιλογή
- Συνοδεία
- πρόσθετο
- επιπρόσθετος
- Κόσμημα
- συμπλήρωμα
- κέντημα
- βελτίωση
- έπιπλα
- πολυτέλεια
- διακόσμηση
- θυγατρική εταιρεία
- Ανέσεις
- Εξαρτήματα
- βοηθητικός
- Καμπάνες και σφυρίχτρες
- μικροπράγμα
- διακόσμηση
- επιπλέον
- Πλήρωση
- φουντωτό
- Γαρνιτούρα
- ρούχο (α)
- τυχαίο
- μη ουσιώδης
- περιττότητα
- Εξοπλισμός
- συμπλήρωμα
- στολίδια
- Διακόσμηση
- Κοπή
Nearest Words of accessory nerve
- accessory hemiazygous vein => Επιπρόσθετη ημιαζυγής φλέβα
- accessory hemiazygos vein => Αξεσουάρ ημι-azygos φλέβα
- accessory fruit => Βοηθητικός καρπός
- accessory during the fact => Συνένοχος
- accessory cephalic vein => Βοηθητική κεφαλική φλέβα
- accessory before the fact => Συνένοχος προ του εγκλήματος
- accessory after the fact => Συνένοχος εκ των υστέρων
- accessory => Αξεσουάρ
- accessoriness => αξεσουάρ
- accessorily => παρεμπιπτόντως
- accessory vertebral vein => έμφορτος σπονδυλική φλέβα
- accho => φτάρνισμα
- acciaccatura => ατσιάκκατουρα
- accidence => γραμματική
- accident => ατύχημα
- accident surgery => Χειρουργική ατυχημάτων
- accidental => τυχαίο
- accidental injury => Τυχαία ζημιά
- accidentalism => ακσιδενταλισμός
- accidentality => τυχαιότητα
Definitions and Meaning of accessory nerve in English
accessory nerve (n)
arises from two sets of roots (cranial and spinal) that unite to form the nerve
FAQs About the word accessory nerve
Πνευμονογαστρικός νεύρος
arises from two sets of roots (cranial and spinal) that unite to form the nerve
Εξάρτημα,αξεσουάρ,προσαρμογέας,προσαρμογέας,προσθήκη,προσάρτημα,συσκευές,συνημμένο αρχείο,διακόσμηση,εξοπλισμός
ουσιαστικός,ανάγκη,απαίτηση,προϋπόθεση
accessory hemiazygous vein => Επιπρόσθετη ημιαζυγής φλέβα, accessory hemiazygos vein => Αξεσουάρ ημι-azygos φλέβα, accessory fruit => Βοηθητικός καρπός, accessory during the fact => Συνένοχος, accessory cephalic vein => Βοηθητική κεφαλική φλέβα,