Greek Meaning of yellowish
κιτρινωπός
Other Greek words related to κιτρινωπός
- φοβισμένος
- προσεκτικός
- κοτόπουλο
- Δειλός
- δειλός
- φοβισμένος
- άνανδρος
- Μικρόψυχος
- φοβισμένος
- Ανίσχυρος
- ανάξιος λόγου
- ντροπαλός
- προσεκτικός
- δειλός
- φοβισμένος
- Ασθενής
- Δειλός
- δειλός
- δειλός
- δειλός
- ντροπαλός
- δειλός
- Αδύναμος
- Κοτόπουλο συκώτι
- ντροπαλός
- διστακτικός
- Δειλός
- ντροπαλός
- μαλακός
- Ανάρμοστος, ανάρμοστα
- επιφυλακτικός
Nearest Words of yellowish
- yellowing => κιτρίνισμα
- yellowhammer => τσαλαπετεινός
- yellow-grey => κίτρινο-γκρι
- yellow-green algae => Κιτρινοπράσινα φύκια
- yellow-green => κίτρινοπράσινο
- yellow-gray => κιτρινογκρίζο
- yellow-golds => χρυσοκίτρινο
- yellowfish => σαργός
- yellowfin tuna => Κίτρινος τόννος
- yellowfin mojarra => Κίτρινος μουχάτος
- yellowish brown => Κιτρινοκαφέ
- yellowish green => Κιτρινοπράσινο
- yellowish pink => Κιτρινωπό ροζ
- yellowish-beige => Κιτρινωπή μπεζ
- yellowish-gray => Κιτρινογκρίζο
- yellowish-grey => Κιτρινωπό γκρι
- yellowish-orange => Κιτρινωπό-πορτοκαλί
- yellowish-white => Κιτρινωπό-λευκό
- yellowknife => Γέλοουναϊφ
- yellow-leaf sickle pine => Κίτρινοφυλλος δρεπανοειδής πεύκη
Definitions and Meaning of yellowish in English
yellowish (s)
of the color intermediate between green and orange in the color spectrum; of something resembling the color of an egg yolk
yellowish (a.)
Somewhat yellow; as, amber is of a yellowish color.
FAQs About the word yellowish
κιτρινωπός
of the color intermediate between green and orange in the color spectrum; of something resembling the color of an egg yolkSomewhat yellow; as, amber is of a yel
φοβισμένος,προσεκτικός,κοτόπουλο,Δειλός,δειλός,φοβισμένος,άνανδρος,Μικρόψυχος,φοβισμένος,Ανίσχυρος
έντονος,γενναίος,θρασύς,θρασύς,γενναίος,Τολμηρός,ανίκητος,ατρόμητος,γενναιοδωρος,γενναίος
yellowing => κιτρίνισμα, yellowhammer => τσαλαπετεινός, yellow-grey => κίτρινο-γκρι, yellow-green algae => Κιτρινοπράσινα φύκια, yellow-green => κίτρινοπράσινο,