Greek Meaning of telescoped

τηλεσκοπικό

Other Greek words related to τηλεσκοπικό

Definitions and Meaning of telescoped in English

Wordnet

telescoped (s)

shortened by or as if by means of parts that slide one within another or are crushed one into another

Webster

telescoped (imp. & p. p.)

of Telescope

FAQs About the word telescoped

τηλεσκοπικό

shortened by or as if by means of parts that slide one within another or are crushed one into anotherof Telescope

συμπιεσμένος,Συμπυκνωμένο,συμπιεσμένο,εγκλωβισμένος,καψουλωμένο,κατέρρευσε,συμπυκνωμένο,ενοποιημένο,στενός,στενεμένος

διασκορπισμένος,επεκταθεί,ανοιχτός,απλωμένο,διασκορπισμένο,αποσυμπιεσμένο,διασταλμένος,διασκορπισμένος,Διατεταμένος,φουσκωμένο

telescope sight => Τηλεσκοπικό σκοπευτικό, telescope bag => Τσάντα τηλεσκοπίου, telescope => τηλεσκόπιο, telerythin => τελερυθρίνη, telerobotics => Τηλερομποτική,