Greek Meaning of sticking (to)

sticking (to)

Other Greek words related to sticking (to)

Definitions and Meaning of sticking (to) in English

sticking (to)

to continue doing or using (something) especially when it is difficult to do so, to not change (a decision, belief, etc.)

FAQs About the word sticking (to)

Definition not available

to continue doing or using (something) especially when it is difficult to do so, to not change (a decision, belief, etc.)

προσκολλούμενος (σε),συλλογίζομαι (για ή για),φέροντας,στερεώνει (σε ή πάνω σε),αγκαλιά,φύλαξη,συντηρώντας,(για ή πάνω) σε καψούρα ,διατηρητέο,θυμάμαι

μειούμενη,αρνούμενος,αγνοώντας,πτώση,λήθη,παραιτούμαι,αγνοώντας,παραμελώ,θέα,αρνούμαι

sticking (to or with) => προσκολλημένος (σε ή με), sticker prices => τιμές αυτοκόλλητων, sticker price => Τιμή καταλόγου, stick up for => υπερασπίζομαι, stick in one's craw => πειράζει κάποιον,