Greek Meaning of soothingly

καθησυχαστικά

Other Greek words related to καθησυχαστικά

Definitions and Meaning of soothingly in English

Wordnet

soothingly (r)

in a soothing manner

FAQs About the word soothingly

καθησυχαστικά

in a soothing manner

ελπιδοφόρος,χαλαρωτικό,καταπραϋντικό,ηρεμιστικό,καταπραϋντικός,ονειρικός,υπνωτικός,κατευναστικός,ηρεμιστικό,αναλγητικό

οδυνηρός,διεγερτικό,αγχωτικό,κουραστικός,ανησυχητικό,Προσπαθώντας,ανησυχητική,ανησυχητικός,επιδεινούμενος,ενοχλητικό

soothing syrup => καταπραϋντικό σιρόπι, soothing => κατευναστικός, sooth => καταπραΰνω, soot => αιθάλη, soonest => το συντομότερο δυνατόν,