Greek Meaning of scathingly

σκληρά

Other Greek words related to σκληρά

Definitions and Meaning of scathingly in English

Wordnet

scathingly (r)

in a scathing and unsparing manner

FAQs About the word scathingly

σκληρά

in a scathing and unsparing manner

αγκάθινος,σαρκαστικός,σκωπτικός,σατιρικός,δριμύς,οξύ,Όξινος,οξεώδης,δριμύς,δάγκωμα

αστείος,ήπιος,χαρούμενος,ήπιος,παιχνιδιάρικο,Ανιαρός,διπλωματικός,αστείος,ευγενικός,λείο

scathing => καυστικός, scathful => cáustico, scathed => Καμένο, scathe => Βλάβη, scath => καταφρόνηση,