Greek Meaning of putridity

putridity

Other Greek words related to putridity

Definitions and Meaning of putridity in English

Wordnet

putridity (n)

the state of being putrid

FAQs About the word putridity

Definition not available

the state of being putrid

σάπιο,μπερδεμένος,κακός,κατεστραμμένο,φθαρμένο,αποσυντεθείς,μολυσμένος,σάπιος,τάγγος,σάπιος

φρέσκος,καλός,γλυκό,αδιάσπαστος,συντηρημένο,αμόλυντος,αμόλυντος,ανέγγιχτος,αλώβητος (-η, -ο),αμόλυντος

putrid => σάπιο, putrescine => πουτρεσκίνη, putrescible => ευαλλοίωτος, putrescent => σαπρός, putrescence => σήψη,