FAQs About the word putrefactive

σηπτικός

causing or promoting bacterial putrefaction

παρακμή,αποσύνθεση,διαφθορά,ζύμωση,σήψη,σάπιος,αλλοίωση,κατανομή,που καταρρέει,διάλυση

ανάπτυξη,ωρίμανση,Ώριμανση

putrefaction => αποσύνθεση, putrefacient => σάπιος, putrajaya => Πουτρατζάγια, put-put => θόρυβος κινητήρα, putout => σβήσιμο,