FAQs About the word putoff

αναβολή

a pretext for delay or inaction

αναβάλλω,καθυστέρηση,αναβάλλω,βάζω πάνω,αναβάλλω (σε),αναβολή,κρατήστε,Ενδιάμεση στάση,αποστείλω,περιμένω

Πράξη,ασχολείσθαι (με),κάνω,δουλεύω (σε),αποφασίζω (για)

putin => Πούτιν, putdownable => συναρπαστικό, put-down => υποτίμηση, putative => υποτιθέμενος, putamen => Πουτάμεν,