Greek Meaning of putoff
αναβολή
Other Greek words related to αναβολή
Nearest Words of putoff
Definitions and Meaning of putoff in English
putoff (n)
a pretext for delay or inaction
FAQs About the word putoff
αναβολή
a pretext for delay or inaction
αναβάλλω,καθυστέρηση,αναβάλλω,βάζω πάνω,αναβάλλω (σε),αναβολή,κρατήστε,Ενδιάμεση στάση,αποστείλω,περιμένω
Πράξη,ασχολείσθαι (με),κάνω,δουλεύω (σε),αποφασίζω (για)
putin => Πούτιν, putdownable => συναρπαστικό, put-down => υποτίμηση, putative => υποτιθέμενος, putamen => Πουτάμεν,