Greek Meaning of putout

σβήσιμο

Other Greek words related to σβήσιμο

Definitions and Meaning of putout in English

Wordnet

putout (n)

an out resulting from a fielding play (not a strikeout)

FAQs About the word putout

σβήσιμο

an out resulting from a fielding play (not a strikeout)

επιβαρυντική,θυμωμένος,ενοχλημένος,ενοχλημένο,εκνευρισμένος,ερεθισμένος,αναστατωμένος,θυμωμένος,δυσαρεστημένος,διαταραγμένος

περιεχόμενο,χαρούμενος,χαρούμενος,ικανοποιημένος,Ήρεμος,Χαρούμενος,Γαλήνιος,ήρεμος,Ειρηνικός,ειρηνικός

put-on => επιτηδευμένος, putoff => αναβολή, putin => Πούτιν, putdownable => συναρπαστικό, put-down => υποτίμηση,