Greek Meaning of put-on
επιτηδευμένος
Other Greek words related to επιτηδευμένος
Nearest Words of put-on
Definitions and Meaning of put-on in English
FAQs About the word put-on
επιτηδευμένος
δον,Εξοπλισμός,γλιστρώ (πάνω ή μέσα σε),ρίχνω (πάνω),φόρεμα,ρούχα,Πίνακας,ενδυμασία,διακοσμώ,στολίζω
αφαιρώ,απογειώνω,βγάζω,Λωρίδα,απογυμνώνω,Ξεντύνομαι
putoff => αναβολή, putin => Πούτιν, putdownable => συναρπαστικό, put-down => υποτίμηση, putative => υποτιθέμενος,