Greek Meaning of phasing
φάση
Other Greek words related to φάση
- προσαρμοστικός
- ρύθμιση
- κλιματισμός
- συμμορφούμενος
- Επεξεργασία
- μόρφωση
- (τρύπωμα (με))
- Ρύθμιση κυρίως
- κατάλληλος
- Γρανάζι
- ταιριαστό
- μοντελοποίηση
- μοντελοποίηση
- θέση
- αναπροσαρμογή
- Καταχώρηση
- Ρυθμιστικό
- Ιστιοφορία
- διαμόρφωση
- κατάλληλος
- Ραπτική
- προσαρμογή
- εγκλιματισμός
- φιλόξενος
- συντονισμός
- διορθωτικός
- Προσαρμογή
- Θεραπεία
- εξοπλισμός
- ίδρυση
- εναρμονιστική
- προσανατολιστικός
- Σχέδιο
- προετοιμάζει
- επαναπροσαρμογή
- ριζοβόληση
- τετραγωνισμός
- συντονισμός
- Γνωριμία
- εξοικείωση
- σκλήρυνση
- αποδίδοντας
- Προσανατολιστικός
- αστάρωμα
- δοκιμάζοντας
- καρύκευμα
- κατακάθιση
- ενίσχυση
Nearest Words of phasing
Definitions and Meaning of phasing in English
phasing (a.)
Pertaining to phase or differences of phase.
FAQs About the word phasing
φάση
Pertaining to phase or differences of phase.
προσαρμοστικός,ρύθμιση,κλιματισμός,συμμορφούμενος,Επεξεργασία,μόρφωση,(τρύπωμα (με)),Ρύθμιση κυρίως,κατάλληλος,Γρανάζι
κακή προσαρμογή
phasianus colchicus => Φασιανός, phasianus => Φασιανός, phasianidae => Φασιανίδες, phasianid => φασιανοί, phases => φάσεις,