Greek Meaning of impregnating

impregnating

Other Greek words related to impregnating

Definitions and Meaning of impregnating in English

Webster

impregnating (p. pr. & vb. n.)

of Impregnate

FAQs About the word impregnating

Definition not available

of Impregnate

βροχή,πνιγμός.,imμέρσ,εκμάκτρινση,κορεστικός,μούλιασμα,βούτηγμα,διεισδυτικός,διεισδυτικός,βρεγμένος

αφυδατωτικός,ξήρανση,κένωση,(στύψιμο),αποξηραίνω,αποστράγγιση,στάχτες,καυστικός,κένωση,Αφυγραντήρας

impregnably => απόρθητη, impregnable => απόρθητος, impregnability => απροσπέλαστοτητα, impregn => Εγκυμοσύνη, imprecision => Αανακρίβεια,